- κνημόω
- κνημ-όω, [tense] aor. -ῶσαι,A = περιχῶσαι, φράξαι, φθεῖραι, κλεῖσαι, ἐλθεῖν, Hsch.; -οῦμαι, = φθείρομαι, and -ωθῆναι, = φθαρῆναι, Id.; κνημωθείς is prob. f.l. for κημωθείς in Hermesian.7.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.